Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ть (επι)σφραγίζω

См. также в других словарях:

  • επικλείω — (I) ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) [κλείω] κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω αρχ. μσν. (για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ αρχ. 1. παθ. ἐπικλείομαι συμπτύσσομαι 2. καλύπτομαι από κάτι. (II) ἐπικλείω (Α) 1. επαινώ, εκθειάζω 2. διηγούμαι κάτι με …   Dictionary of Greek

  • επισημαίνω — (AM ἐπισημαίνω) νεοελλ. 1. σημειώνω, σημαδεύω κάτι, τό μαρκάρω για να μπορώ να τό αναγνωρίζω 2. τονίζω ιδιαιτέρως κάτι, υποδεικνύω με έμφαση 3. ναυτ. υποδεικνύω ένα επικίνδυνο σημείο στους ναυτιλλομένους τοποθετώντας σημαντήρα ή πάσσαλο κ.λπ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»